- λάσκος
- -α, -ο(λ. ιταλ.), επίρρ. -α χαλαρός, μπόσικος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Λάσκος, Βασίλειος — (Μάνδρα Ελευσίνας 1899 – 1943). Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, ήρωας του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Σπούδασε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και ειδικεύτηκε στον κλάδο των υποβρυχίων. Το 1926 τοποθετήθηκε κυβερνήτης του τορπιλοβόλου Πέργαμος, με το… … Dictionary of Greek
Λάσκος, Ορέστης — (Ελευσίνα 1908 – 1992). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου και ποιητής. Ήταν αδελφός του ήρωα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου Βασίλη Λάσκου (βλ. λ.). Φοίτησε για δύο χρόνια στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και για έναν χρόνο στη Σχολή Ευελπίδων.… … Dictionary of Greek
λάσκος — α, ο 1. χαλαρός 2. φρ. «τόν αφήνω λάσκο» ή «τού αφήνω λάσκο» τού λασκάρω τα λουριά, χαλαρώνω την επίβλεψη. επίρρ... λάσκα χαλαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < προστ. λάσκα (πρβλ. λάσκα τα πανιά) < ιταλ. lasca προστ. τού lascare] … Dictionary of Greek
Hellenic Navy — This article is about the naval forces of modern Greece. For information on naval warfare in ancient Greece, see Hellenistic era warships. Hellenic Navy Πολεμικό Ναυτικό Polemikó Naf̱tikó Hellenic Navy Seal … Wikipedia
List of current ships of the Hellenic Navy — Naval Service Hellenic Navy … Wikipedia
Oréstis Láskos — (grec moderne : Ορέστης Λάσκος) né à Éleusis le 11 novembre 1907 et mort à Athènes le 17 octobre 1992 était un poète, acteur, scénariste, dramaturge, réalisateur et metteur en scène de théâtre et cinéma grec. Sommaire 1 Biographie … Wikipédia en Français
λάσκα — επίρρ. βλ. λάσκος … Dictionary of Greek
λασκάδα — η [λάσκος] 1. σφοδρός άνεμος που πνέει προς την πλευρά τής πρύμνης πλοίου 2. ιστιοδρομία με τέτοιο άνεμο 3. (ως επίρρ.) με σφοδρό πλάγιο άνεμο («αρμενίζω λασκάδα») … Dictionary of Greek
Καραγάτσης, M — (Αθήνα 1908 – 1960). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του πεζογράφου Δημητρίου Ροδόπουλου. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Παρίσι, αλλά τελικά ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία και τη θεατρική κριτική, για να μπορέσει να αφοσιωθεί στη… … Dictionary of Greek
χαλαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν είναι σφιχτός, άτονος, λάσκος: Έκαμε ένα χαλαρό δέσιμο. 2. μη έντονος, χλιαρός: Η στάση της κυβέρνησης στο θέμα αυτό ήταν χαλαρή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)